Οι εραστές της θλίψης

Απλώνει το χέρι να κλείσει το ξυπνητήρι, γυρνάει, σε φιλάει βιαστικά και σηκώνεται. Τον παρακαλάς να μείνει λίγο ακόμα αλλά… ξέρεις, no time. Σηκώνεσαι κι εσύ, ήδη απογοητευμένη από την σκληρή αλήθεια της Δευτέρας. Πρέπει να βιαστείς, κι είναι τόσα πράγματα που πρέπει να προλάβεις, τυποποιημένες.. υποχρεώσεις. Πλύσιμο, ντύσιμο, χτένισμα, βάψιμο. Α ναι, πρέπει και κάτι να φας. Μια γουλιά καφέ να πιεις. Μπα, δε προλαβαίνεις, θα πάρεις απ’ έξω. Αρπάς τα κλειδιά, του δίνεις ένα βιαστικό φιλί ενώ εκείνος βάζει παπούτσια και φεύγεις.

Περνάς κάθε σου μέρα τόσες ώρες με ξένους, άσχετους ανθρώπους, γεμίζεις μέσα σου με ένα σωρό πράγματα, τόσο που για να χωρέσουν πρέπει ν’ αδειάσεις εσύ, κι ύστερα, σκοτωμένη, ξοδεμένη εδώ κι εκεί γυρνάς. Το ίδιο κι εκείνος. Βάζεις το κλειδί στην πόρτα, βγάζεις τα παπούτσια, προσπαθείς να βγάλεις την..στολή, να νιώσεις…σπίτι, να νιώσεις εσύ.

Κάθεστε δέκα λεπτά μαζί, για μια αγκαλιά, παραγγέλνετε, τρώτε. Είναι ήδη 8. Χτυπάει το τηλέφωνό σου, κάθεσαι στον υπολογιστή να συνεχίσεις τη δουλειά. Σηκώνεσαι να βάλεις καφέ για να σε κρατήσει όσο πάει, δουλεύετε κι οι δύο μέχρι που τα βλέφαρα κλείνουν. Η ώρα είναι περασμένη, σέρνεστε μέχρι το κρεβάτι, αγκαλιάζεστε κι εύχεστε μια μέρα να ‘ναι αλλιώς.

Παίρνεις απόφαση, αύριο όταν σχολάσεις ν’ αφιερώσεις όλο σου το απόγευμα σ’ εκείνον, σε ‘σενα. Κι αν δεν μπορέσεις το απόγευμα, έστω το βραδάκι. Και το αύριο θα ‘ρθει και θα σε βρει πάλι να τρέχεις το πρωί, να δουλεύεις και να τρέχεις. Κι όταν σχολάσεις πάλι θα ‘σαι σκοτωμένη και θα πρέπει να δουλέψεις και θα ελπίζεις να τελειώσεις νωρίς να προλάβεις να ζήσεις μαζί του, έστω το βράδυ. Μόνο που το βράδυ… θα ‘ναι αργά μεσάνυχτα και θα ‘χεις κουραστεί. Θα κοιτάξεις το ρολόι, πάλι θα ‘ναι περασμένη η ώρα και θα ‘ναι σα να σου λέει “no time for love”. Και πόσο θλιβερό, είσαι μόνο 26, τι κρίμα.