Προσπαθώντας να γίνεις ενήλικος

Εδώ και περίπου ένα μήνα είμαι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης. Αυτή την φορά η μετακόμισή μου δεν συνοδεύτηκε από τα βουρκωμένα μάτια της μητέρας μου ούτε το περήφανο κρυφό χαμόγελο του πατέρα μου, όπως όταν τους άφηνα για να σπουδάσω.

Αυτή την φορά, απλώς πήρα ταξί από το πατρικό μου για να με πάει στον σταθμό, την ώρα που κανείς δεν ήταν σπίτι.

Η απόφαση για την μετακόμιση αυτή δεν πάρθηκε με ελαφριά καρδιά, αντιθέτως ζύγιζα αρκετό καιρό τα υπέρ και τα κατά μέχρι να καταλήξω πως μια τέτοια  αλλαγή στην ζωή μου μόνο θετικά θα μου απέφερε, αφού ‘το να ζήσω σε μια μεγάλη πόλη μετά τις σπουδές μου σίγουρα θα με έκανε πιο ανεξάρτητη’.

Οπότε, μάζεψα μια βαλίτσα με ρούχα και κάμποσα βιβλία και εγκαταστάθηκα στο κενό δωμάτιο του σπιτιού της καλύτερης μου φίλης, η οποία έμενε στην πόλη τα τελευταία έξι χρόνια.

Στην αρχή ήμουν πολύ ενθουσιασμένη. ‘Επιτέλους μόνη με την κολλητή μου στην Θεσσαλονίκη’ σκεφτόμουν. Είχα, βλέπετε, στο μυαλό μου ακόμα ζωηρές τις αναμνήσεις από το πόσο ωραία και ξέγνοιαστα περνούσαμε όταν την επισκεπτόμουν ως φοιτήτρια –για 5-6 μέρες-. Ω, πόσο λάθος έκανα.. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι, όχι μόνο η φίλη μου, αλλά και οι υπόλοιποι λίγοι γνωστοί μου στην πόλη είχαν μεταλλαχθεί σε κάτι που όταν ήμασταν μικροί μας ακουγόταν σαν τρομακτική ιστορία, σαν μια παγίδα, την οποία πρέπει να αποφύγουμε με νύχια και με δόντια αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε ξέγνοιαστα. Είχαν γίνει ενήλικοι.

Για μένα ωστόσο, η ενηλικίωση φάνταζε στο πιο νεανικό μου μυαλό ως κάτι φανταστικό. Όταν σκεφτόμουν τον εαυτό μου ως ενήλικο, φανταζόμουν ένα κομψό άτομο, που είναι ενήμερο για θέματα από την πολιτική μέχρι την τέχνη, που έχει λέγειν, σπουδές επιπέδου και έχει ταξιδέψει πολύ, είναι κατασταλαγμένο και φιλόδοξο. Το πόσο έξω έπεσα δεν λέγεται..

Είχε περάσει πάνω από μια βδομάδα και δεν είχα βγει από το σπίτι. Αν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο στην πόλη, όπου κατάγομαι, όλος μου ο περίγυρος θα με θεωρούσε νεκρή. ‘Αφού δεν σε βλέπουμε στα στέκια μας, (ή στον φούρνο, στο σούπερ μάρκετ, στον δρόμο- τα καλά του να ζεις σε μικρή πόλη..-) σε πήραμε για πεθαμένη’ θα έλεγαν. Ωστόσο, σε μεγαλύτερες πόλεις ο κόσμος απλά θεωρεί πως είσαι πολύ απασχολημένος και δεν ανησυχεί για την ζωή σου.

Εκείνη περίπου την περίοδο που έκανα όλες αυτές τις σκέψεις με χτύπησε το πρώτο σοκ της ενηλικίωσης. ‘Πρέπει να πληρώσουμε ενοίκιο, ρεύμα, νερό, ιντερνετ’ μου αναγγέλλει απολύτως φυσικά ένα πρωί η φίλη μου. ‘Ναι’ της είπα ‘και πρέπει και να φάω!’. Έχοντας πάρει την απόφαση για την μετακόμιση με συγκεκριμένους όρους και αιρέσεις σχετικά με την οικογενειακή οικονομική υποστήριξη- η οποία θα ήταν παρούσα μόνο στο ενοίκιο- βγήκα περιχαρής να ψάξω δουλειά ως σερβιτόρα. Δεν μου φαινόταν πολύ δύσκολο να με προσλάβουν, αφού είχα ξαναδουλέψει όταν επέστρεψα στην πόλη μου από τις σπουδές μου. Τότε όμως ούτε ανάγκη να πληρώσω το ενοίκιο είχα ούτε έπρεπε να ανησυχώ κάθε μέρα για το τι θα φάω.  Εκείνη την στιγμή με χτύπησε και το δεύτερο σοκ ενηλικίωσης. Αυτή την φορά, σκέφτηκα, θα πρέπει να δουλέψω γιατί το έχω ανάγκη για να ζήσω εδώ! Κοντολογίς, για να επιβιώσω! Μεμιάς άρχισαν να με πνίγουν ερωτήσεις. Πόσο θα πρέπει να δουλεύω; Πόσα λεφτά θα βγάζω; Πόσα χρήματα θα δίνω στις υποχρεώσεις μου, στο σπίτι και στα μαθήματα ξένης γλώσσας και πόσα τελικά θα μένουν για μένα;

Περιττό να πω, πως μέχρι στιγμής όπου ρώτησα η απάντηση ήταν η ίδια. ‘Δεν χρειαζόμαστε άλλο προσωπικό’ και κάθε φορά που το ακούω αυτό θέλω να φωνάξω ‘Πρέπει να γίνω μια ώριμη και υπεύθυνη ενήλικη κοπέλα! Βοήθησε με να γίνω ενήλικη δίνοντας μου δουλειά!’.

Αντ’ αυτού, απλώς ρωτάω στο επόμενο μαγαζί. Και στο επόμενο. Και στο επόμενο.. Μέχρι να ακούσω το πολυπόθητο ΝΑΙ και να αρχίσω να περπατάω στον δρόμο της ενηλικίωσής μου πληρώνοντας τους λογαριασμούς μου και προσπαθώντας να γίνω μια ώριμη και ανεξάρτητη δεσποινίδα..