Το κορίτσι που πολύ αγάπησα

1234

Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε στη ζωή μου ένας άνθρωπος πολύ ξεχωριστός. Είχε το πιο όμορφο, το πιο αθώο χαμόγελο που είδα ποτέ και μια καρδιά απλή. Γελούσε και το γέλιο της ήταν τόσο παιδικό, τόσο αληθινό. Το όνομά της απλό, σαν όνομα κοριτσιού από παραμύθι, τα μάτια της βαθιά, σκούρα, μεγάλα και το δέρμα της ψημένο, γλυκό καθώς είχε έρθει από μακρινές εξωτικές χώρες.

Την αγάπησα πολύ, τόσο που ήταν η αδερφή μου, λες κι είχαμε γεννηθεί από την ίδια μάννα, τόσο κι ακόμα περισσότερο. Ήμουν ευγνώμων που είχε έρθει στη ζωή μου, περνούσαμε μαζί χρόνο, ζούσαμε στο ίδιο σπίτι, ήμασταν οικογένεια. Οικογένεια πολύ περισσότερο από απλά εξ αίματος. Την λατρεύαμε, ήταν το καμάρι μας, ήταν δική μας.

Όταν πέθανε η βιολογική της μητέρα, συνειδητοποίησα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο εκτός από εμάς. Εμένα. Πολλές φορές κατηγορούσα τον εαυτό μου γιατί, πολυπράγμων όπως είμαι, ξόδευα χρόνο κι έτρεχα εδώ κι εκεί και δεν φρόντιζα να δίνω τον πιο πολύ μου χρόνο σ’ εκείνη.

Ένα χειμώνα τα πράγματα άλλαξαν. Έμαθα πράγματα που αν ήξερα ότι θα τα μάθαινα, θα προτιμούσα ίσως να μην είχα μάτια, αυτιά, γλώσσα, για να μην με πληγώσουν όλα αυτά αδιόρθωτα. Έπειτα, όταν είδα πως η αδερφή μου ήταν δύο άνθρωποι, ένας αυτός που ήξερα και λάτρευα κι ένας άλλος, τελείως διαφορετικός που δεν τον ήξερα, δεν τον είχα συναντήσει ποτέ, προσπάθησα αρχικά να διορθώσω την κατάσταση. Να μην δεχτώ την αλήθεια, να δικαιολογήσω, να ξεχάσω. Αλλά ήταν τόσο ραγδαία όλα, τόσο τραγικά. Της μιλούσα, έκλαιγα μπροστά της για ώρες, την συμβούλευα. Όσο όμως αποκαλυπτόταν και ο δεύτερος ξένος σε μένα άνθρωπος, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν ήταν δύο άνθρωποι, αλλά ένας που δεν μπορούσα πια να ξεχωρίσω αν είχε διάθεση εκείνος ο ίδιος να βοηθήσει τον εαυτό του.

Τα πράγματα ήρθαν έτσι που εξαναγκασμένη από τις ίδιες της τις επιλογές, επέλεξε άλλη οικογένεια. Ήθελα να της φωνάξω “μη φύγεις, μη!“, να της πω ακόμη μια φορά πως την αγαπώ, έχοντας την ελπίδα πως η μαγική αυτή λέξη θα έλυνε τα ζοφερά σκοτάδια που είχαν μαζευτεί γύρω μας. Ακόμα θυμάμαι την τελευταία φορά που την συνάντησα και τα λίγα όσα είπαμε, τα μάτια μου υγρά, κόκκινα και η καρδιά μου καταξεσκισμένη. Ίσως και η δική της. Δεν θα το μάθω ποτέ αυτό, γιατί τελικά δεν μπόρεσα ποτέ να διαβάσω την καρδιά της.

Δεν την έκρινα και δεν θα την κρίνω ποτέ. Λυπούμαι όμως που αδίκησε έτσι τον εαυτό της και που πλήγωσε πολύ βαθιά έναν απ’ τους δυο πιο δικούς μου ανθρώπους. Ένας άνθρωπος που μεγάλωσε ΤΟΣΟ διαφορετικά από εσένα κι εμένα, που έμαθε να μην εμπιστεύεται κανέναν και ποτέ, να κρύβει ό,τι νιώθει, άραγε στο τέλος μήπως συνηθίζει; Συνηθίζει, να μην αγαπά, να μην ανοίγεται, να μη ζει; Συνηθίζει να αδικεί τον εαυτό του; Μήπως αδυνατεί κι ο ίδιος πια να διακρίνει τί νιώθει αληθινά και τί όχι; Σίγουρα πάντως εκείνη αδίκησε τον εαυτό της και πλήγωσε πολύ όσους την αγαπήσαμε, όχι γιατί είχε αποκαλυφθεί ένα αλλιώτικο παρελθόν αλλά γιατί επέλεγε να καταστρέφει και το παρόν της, χωρίς να εκμεταλλευτεί την πιο μεγάλη “ευκαιρία” της ζωής της, την οικογένεια που απλόχερα της δόθηκε.

black-and-white-person-woman-girl

Όταν συνειδητοποίησα λοιπόν ότι έχανα-έχασα- την αδερφή που είχα βρει, ένιωσα στ’ αλήθεια ότι η καρδιά μου ήταν τώρα μικρότερη, είχε ένα κενό 5 χρόνων που ήταν τόσο…άδειο, τόσο πνιγερό. Γιατί η φυσική απώλεια κάποιου είναι αναπόφευκτη. Η πνευματική όμως, η απότομη εκούσια απουσία της από τη ζωή μου άφηνε ένα χάσμα περίεργο, συναισθημάτων, αναμνήσεων, ένα χάσμα στην καρδιά.

Βρέθηκαν άνθρωποι που με βοήθησαν πολύ, μου έδειξαν ότι κάποια πράγματα στη ζωή, ιδίως όταν είναι επιλογές, πρέπει να τα βλέπουμε όπως είναι, χωρίς περίσσια και ανώφελα συναισθήματα.

Με τον καιρό άρχισα να νιώθω οικειότερα με τα νέα δεδομένα, η ζωή μας μπήκε πάλι σε φυσιολογικούς ρυθμούς κι άρχισα να σκέφτομαι πως τελικά για όλα αυτά τα χρόνια που ήταν κοντά μας ήταν όντως η αδερφή μου αλλά δεν είναι πια, και ότι ναι μπορεί να γίνει αυτό, γιατί ήταν επιλογή. Σταμάτησα να κλαίω και να βασανίζομαι, κατάφερα να επιβληθώ στο θυμικό μου κι ακόμα κι όταν άκουγα γι’ αυτήν, ήταν σαν ένα όμορφο μακρινό ταξίδι που έκανα κάποτε αλλά τώρα πια το είχα σχεδόν ξεχάσει.

Σήμερα μου τηλεφώνησε η μητέρα μου να μου πει ότι η κοπέλα που κάποτε αγαπήσαμε είναι καλά, ότι ζει χαρούμενη κι ότι προχώρησε σε μια ελπιδοφόρα επιλογή στη ζωή της. Είχα καιρό ν’ ακούσω για ‘κείνην. Τα νέα του τηλεφώνου έφεραν δάκρυα στα μάτια μου και την ανάμνηση της τόσο ζωντανή που μου έφερε πάλι θλίψη. Όλα αυτά που ζει τώρα, σκέφτηκα, θα μπορούσε να τα ζει μαζί μου, μαζί μας, κι εγώ θα μπορούσα να την αγαπώ όπως την αγαπούσα τότε, ναι θα μπορούσα, κι ούτε λόγος για όσα συνέβησαν!

Αυτό είναι το περίεργο με ‘μας τους ανθρώπους, ότι σε πείσμα της πραγματικότητας αρνούμαστε να δεχτούμε τις επιλογές των άλλων γύρω μας, όποιες κι αν είναι αυτές. Τελικά, μετά από τόσο καιρό, συνειδητοποιώ ότι μου έχουν μείνει κάποια ερωτήματα, μάλλον προς τον εαυτό μου, και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τ’ απαντήσω ποτέ.

Άραγε η κοπέλα που γνώρισα εγώ, η αδερφή μου, ήταν τουλάχιστον λίγο αληθινή; Έστω λίγο, έστω κάποια στιγμή. Στ’ αλήθεια νομίζω πως ήταν, πως ακόμα κι αυτός ο άνθρωπος που είχε μεγαλώσει τόσο διαφορετικά από ‘μας, κάπου βαθειά μέσα της, ίσως θαμμένα και σκονισμένα, θυμόταν έστω και λίγο, έστω και για λίγο ν’ αγαπάει και ν ‘αγαπιέται.

Και το δεύτερο που απευθύνω αποκλειστικά στον εαυτό μου – όταν έχεις αγαπήσει έναν άνθρωπο, ένα πρόσωπο, αληθινά, μπορείς μετά να σταματήσεις να τον αγαπάς έστω βαθειά μέσα σου;

Δεν ξέχασα ποτέ το χαμόγελο της κι ούτε θα το ξεχάσω. Δεν έσβησα τις φωτογραφίες της και δεν θέλω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το γέλιο της το ζωηρό και τόσο αυθεντικό, τα αντικείμενα που είχε φέρει στο σπίτι. Και στ’ αλήθεια, ύστερα από όλα αυτά, νιώθω σαν να ‘χουν μείνει στη μνήμη μου μόνο οι χαρούμενες στιγμές μας. Μόνο να μην ήταν η βαθιά πληγή που άφησε στον άνθρωπο μου και θα μπορούσα να το βλέπω σαν το πέρασμα ενός ανθρώπου απ’ τη ζωή μου…

Ζούμε στην ίδια πόλη, κάτω απ ‘τον ίδιο ουρανό. Το κορίτσι που ξαφνικά ήρθε, ξαφνικά έφυγε.